Αμαλία [Κεφάλαιο 2ο]


3 Μήνες αργότερα


Τι μέρα και αυτή... Είναι Αύγουστος μήνας και βράζει όλη η Αθήνα. Όλο το καλοκαίρι ψάχνω για δουλειά. Εργάστηκα για δύο εβδομάδες σε ένα καθαριστήριο ρούχων αλλά δεν πλήρωναν. Έφυγα και άρχισα να κοιτάω σε καφετέριες. “Δεν έχεις εμπειρία... Χρειαζόμαστε δύο χρόνια προϋπηρεσία” μου έλεγαν όλοι. Στο τέλος έπιασα δουλειά σε έναν φούρνο αλλά ο τύπος 60 χρονών του άρεσαν οι μικρούλες, και μετά την πρώτη εβδομάδα φρόντισα να του δώσω μια σφαλιάρα και να φύγω κακήν κακώς. 

Είναι ότι να ναι οι εποχές που ζούμε. Όλος ο κόσμος έχει τρελαθεί. Δεν πληρώνουν καλά και ζητούν τρελά ωράρια. Τα παιδιά μου, τα κρατάει η γειτόνισσα η οποία ουσιαστικά μου τα μεγαλώνει μαζί με τα εγγόνια της. Όλα μαζί παίζουν και περνούν την μισή και παραπάνω μέρα μαζί. Πάλι καλά είναι ήρεμα τα δικά μου και δεν προκαλούν μπελάδες. Ο πρώην μου υπέγραψε σχεδόν με ευχαρίστηση το διαζύγιο και από ότι μαθαίνω είναι διακοπές στην Ίμπιζα με την Πόπη. Στο καλό και αυτός, άχρηστος ήταν από την ώρα που τον παντρεύτηκα. Τα λεφτά που μάζευα τα τελευταία χρόνια τελειώνουν. Ίσα για δύο μήνες ακόμα και μετά πάπαλα. Πρέπει να σκεφτώ κάτι και γρήγορα...

Σταματάω σε ένα κουτούκι στα Εξάρχεια. Η ζέστη του καλοκαιριού τραβάει μια μπύρα. Οι μεζέδες μυρίζουν πεντανοστιμοι και η μουσική ευχάριστη. Κάθομαι σε ένα από τα λίγα άδεια τραπέζια και χαζεύω τριγύρω. Νεολαία έχει κυρίως πάνω κάτω στην ηλικία μου. Η ορχήστρα ξεκινάει και ο κόσμος χειροκροτεί. Ένα μπουζούκι, μια κιθάρα και μια γυναικεία φωνή την αποτελούν. Ξεκινούν το πρόγραμμα τους με λίγα έντεχνα και σίγουρα θα φτάσουμε στα λαϊκά σε λίγη ώρα. Η πρώτη μπύρα κατεβαίνει νερό και παραγγέλνω και μια δεύτερη. Αισθάνομαι το κεφάλι μου λιγότερο βαρύ και ένα ψήγμα χαράς να κάνει την εμφάνιση του. Είμαι στο πόδι από όταν παντρεύτηκα και τους τελευταίους μήνες η κατάσταση χειροτερεύει. Χρειαζόμουν μια δόση διασκέδασης και ξεκούρασης. Η ορχήστρα το πάει καλά, οι πελάτες το διασκεδάζουν και το αλκοόλ ρέει άφθονο. Τρίτη μπύρα στο καπάκι και ένα χαμόγελο ευτυχίας στα χείλη μου. Άλλη μία θα πάρω και θα φύγω σκέφτομαι ενώ χαζεύω δύο συνομήλικους μου να χορεύουν το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, όπως του αρμόζει. Όλο το μαγαζί έχει γίνει μια παρέα καθώς χειροκροτάμε και γελάμε γεμάτοι από το πιοτό και τα νιάτα. Με σκουντάει μια κοπέλα από την διπλανή παρέα. Έτσι γνωρίζω την Μαρία, τον Τάσο και τον Κώστα τον φωνακλά όπως τον φωνάζουν οι υπόλοιποι. Δική του ιδέα το μαγαζί για σήμερα μου τονίζει η Μαρία καθώς κάθομαι στο τραπέζι τους. Χρόνια έχω να περάσω τόσο ωραία τους λέω και τσουγκράμε τα ποτήρια μας για ένα καλό υπόλοιπο του καλοκαιριού. Μιλάμε, γελάμε και λίγο αργότερα ξεκινούν τα τσιφτετέλια με την Μαρία. Χορεύουμε και τραγουδάμε μπροστά στην ορχήστρα μέχρι που η τραγουδίστρια μου δίνει το μικρόφωνο και το Τέλι Τέλι Τέλι της Αλεξίου γίνεται και δικό μου κομμάτι και όλοι να χειροκροτούν και να ζητούν και άλλο. Μόνο ένας τύπος με κοιτούσε με περιέργεια από τη μπάρα και δεν μιλούσε, μόνο έκανε νόημα στον μαγαζάτορα.

Γυρνάμε στις θέσεις μας, εγώ κατακόκκινη από ντροπή και από τον χορό, και πίνουμε τις μπύρες μας. Έχω χάσει το μέτρημα με τις μπύρες πια και καλύτερα, έτσι δεν θα έχω ενοχές. Ξέρω ότι τέτοια ώρα τα παιδιά κοιμούνται και έχω λίγη ώρα ακόμα να χαρώ την ελευθερία που είχα στερηθεί πόσα χρόνια.

“Κερασμένα όλα από τον κύριο Οικονόμου, παιδιά! Για χάρη της κοπέλας με την ωραία φωνή!” μας λέει ο μαγαζάτορας και εμείς κοιτιόμαστε σαν χαζοί.
“Τον ευχαριστούμε πολύ!” πετάγεται η Μαρία, και γνέφουμε ευχαριστώ προς τον κύριο που μας υπόδειξε ο μαγαζάτορας. Είναι ο τύπος στη μπάρα. Ψηλός, γεροδεμένος, γύρω στα 45 με καλοκαιρινό λινό κουστούμι με την γραβάτα του να ξεκουράζεται στην πλάτη της καρέκλας δίπλα του. Φαίνεται απασχολημένος, μιας και μιλάει με έναν άλλον δίπλα του και διαφωνούν έντονα. 

“Και αυτό είναι για εσάς...” μου δίνει ένα κομμάτι χαρτί με ένα νούμερο κινητού γραμμένο. Πάω να το πετάξω αλλά με σταματάει ο Τάσος.

“Μην κάνεις κανένα αστείο. Ο Οικονόμου είναι γνωστός επιχειρηματίας, έχει αρκετά νυχτερινά κέντρα και απασχολεί πολλούς εργαζομένους. Είναι σωστός και ντόμπρος άνθρωπος. Ερχόμαστε συχνά εδώ και τον βλέπουμε συνέχεια. Ίσως σου προσφέρει κάποια δουλειά, μπορεί να ανέβεις και στην πίστα. Μην κλωτσάς την τύχη σου...”

“Δεν είμαι εγώ για τέτοια...” του απαντάω και αφήνω το χαρτί πάνω στο τραπέζι.

“Κοπέλα μου δεν χάνεις τίποτα, και στο κάτω κάτω εσύ δεν έλεγες ότι έχεις ανάγκη για δουλειά; Πάρτον τηλέφωνο αύριο και άκου τι θα σου πει.” Λέει η Μαρία και μου βάζει το χαρτάκι στο τσεπάκι της τσάντας.

“Πρέπει να φύγω...” σηκώνομαι και χαιρετάω τα παιδιά.

“Έχεις τα τηλέφωνα μας έτσι; Αν και ξέρεις που θα μας βρεις!!” γελάει ο Κώστας και μαζί του και οι υπόλοιποι.

“Τώρα που γνωριστήκαμε δεν θα χαθούμε!! Χάρηκα” απαντάω και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού.

Καλή Συνέχεια

Comments