Πάμπλο [Κεφάλαιο 1ο]



Κεφάλαιο 1ο
Το τρένο

Η Μάρθα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και έκανε τον σταυρό της, όπως κάθε πρωί Κυριακής άναψε το καντήλι της και έβαλε τα καλά της. Παρακολούθησε όπως κάθε εβδομάδα την Θεία Λειτουργία και κοινώνησε όπως πάντα. Μίλησε με τους παρευρισκόμενους, ανέλυσαν τον καιρό τις δυσκολίες της εποχής του φθινοπώρου για τα ζωντανά και πως έπρεπε να φτιάξουν καινούριες στάνες για να κουρνιάσουν το χειμώνα. Η Μάρθα, είναι η μόνη πανδοχέας που έχει μείνει στο χωριό. Κρατάει το πανδοχείο μόνο και μόνο για την μνήμη του άντρα της που όντας 20 χρόνια μεγαλύτερος της, την άφησε χήρα πολύ νέα. Σήμερα, κλείνει 25 χρόνια από τον θάνατο του και όλοι την πλησιάζουν για να της υπενθυμίσουν τι άξιο σύζυγο είχε. Λες και η ίδια δεν ήξερε. Παντρεύτηκαν όταν η ίδια ήταν 20 χρονών, μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Ο ίδιος ότι είχε πατήσει τα 40 και είχε αποφασίσει ότι ήθελε μια νοικοκυρευτεί. Τόσα χρόνια κράταγε το πανδοχείο και δεν προλάβαινε ούτε θηλυκή γάτα να κοιτάξει με τόσους μαντράχαλους να περιμένουν την βάρδια τους για τα ορυχεία. Η Μάρθα ήταν από φτωχή οικογένεια, μοναχοπαίδι, και ο Άξελ ήθελε να τους κάνει χρυσούς προκειμένου να την παντρευτεί. Και έτσι έγινε… Μια μέρα της Άνοιξης, παντρεύτηκαν. 


Περνούσαν τα χρόνια, και η Μάρθα δεν έπιανε παιδί. Ο Άξελ την αγαπούσε όμως τόσο που δεν τον ένοιαζε. Ήθελε η γυναίκα του για είναι γερή και δυνατή. Αλλά η Μάρθα το έπαιρνε πολύ βαριά. Προσευχόταν και κοινωνούσε με μία ευχή στην καρδιά της. Να νοιώσει του χτύπους ενός μωρού, μέσα στην κοιλιά της. Και όταν ερχόταν πάλι και πάλι εκείνη η στιγμή του μήνα, τόσο πιο πολύ απογοητευόταν. Είχε κλείσει πλέον τα 30 και έμελε να αλλάξει η ζωή της όλη προς το χειρότερο. Της χτυπάει την πόρτα του πανδοχείου ο Αστυνόμος του χωριού μαζί με τον Δήμαρχο για να της ανακοινώσουν ότι βρήκαν το σώμα του Άξελ, λίγο πιο έξω από το χωριό. Καρδιά της είπαν, και η δική της έσπασε ξαφνικά. 


Προχωράει έξω από το χωριό που βρίσκεται το νεκροταφείο. Ακουμπάει το μέτωπο της στον μαρμάρινο σταυρό και του μιλάει. Και ξέρει ότι εκείνος την ακούει και γνέφει από ψηλά. Του λέει ότι έχει ένα περίεργο συναίσθημα σήμερα, ότι κάτι δεν πάει καλά. Μια αλλαγή στον αέρα που αναπνέει και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ανάβει το καντήλι του και μια ριπή αέρα το σβήνει. Το ξανανάβει και κάνει τον σταυρό της τρεις φορές. Κύριε, Ελέησον, ψιθυρίζει και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. 


Καθώς μπαίνει στο χωριό, ακούει την βουή του τρένου από μακριά, και ξέρει ότι ο Σταθμάρχης, τώρα θα ελέγχει μην είναι κανείς στις γραμμές, και θα φωνάζει τον βοηθό του να τρέξει να φωνάξει τους εργάτες να φορτώσουν το τρένο μέχρι το βράδυ. Λες και περιμένουμε και άλλο… σκέφτεται ενώ λυπάται για τη κατάντια του χωριού τους.  Καθώς πλησιάζει τον σταθμό, ακούει σχόλια των εργατών. 


«Τον είδες;»
«Ναι εσύ;»
«Ήρθε επισκέπτης στο χωριό…»


Πριν προλάβει να ρωτήσει γιατί πράγμα μιλάνε, βλέπει έναν μαυροφορεμένο άντρα με μακριά καπαρντίνα, να βγαίνει από το πρώτο βαγόνι. Σταματάει και την κοιτάει ενώ η ίδια προχωράει προς το σπίτι της. Η Μάρθα ανατριχιάζει και κάνει το σταυρό της, ενώ ο ίδιος γελάει με την άκρη των χειλιών του. 



Comments