Πάμπλο [Κεφάλαιο 2ο]




Κεφάλαιο 2ο 

Η άφιξη

Ο Πάμπλο, μην γνωρίζοντας που να κατευθυνθεί, μπήκε στο καφενείο του χωριού. Κατευθείαν όλες οι συζητήσεις που αφορούσαν τον ξένο, σταμάτησαν. Κοιτάζοντας εξεταστικά τους γηραιότερους να πίνουν το καφεδάκι τους μετά την εκκλησία, άφησε στο πάτωμα προσεκτικά την τετράγωνη βαλίτσα που κρατούσε λες και ήταν κάτι πολύτιμο, και κάθισε σε ένα άδειο τραπέζι, παραγγέλνοντας έναν καφέ βαρύ σκέτο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, οι υπόλοιποι αρχίζουν να ξανακουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων, για την ξυλεία, και το τρένο που βρίσκεται τώρα στον σταθμό. 


«Εξελιχθήκαν τα τρένα σου λέω...»
«Τόσο καινούριο δεν ξανά έχει έρθει!»
«Ποιος την χάρη μας… να έρχονται και να έχουμε να τα φορτώσουμε!! Τώρα ο γιός μου το φορτώνει!»
«Δυνατό παιδί ο γιος σου, από τους πιο γεροδεμένους μας νέους!!!»


Ο Πάμπλο ίσα που ακούει τις συνομιλίες, ενώ τρίβει τα χέρια του πάνω από τα γάντια. Δεν κάνει τόσο κρύο, αλλά δεν πρόκειται να τα βγάλει. Έρχεται ο καφές του και πίνει μια γουλιά. Ζεστός και συνάμα πικρός. Πιο αναζωογονημένος, ρωτάει τον καφετζή που θα βρει ένα δωμάτιο να αφήσει τα πράγματα του και να κοιμηθεί. Η φωνή του βαθιά και χωρίς κανένα ίχνος συναισθήματος. Τα μαύρα μάτια του, καρφιά σε αυτά των υπολοίπων. Ο καφετζής του λέει για την Μάρθα παραδίπλα και φεύγει. Ο Πάμπλο γνέφει και αφήνει ένα νόμισμα το τραπέζι, λίγο πριν σηκωθεί και φύγει.

~~~~~

Η Μάρθα ετοιμάζει το μεσημεριανό της, και ακούει ραδιόφωνο. Ευχαρίστησή της, να τραγουδάει ενώ περιμένει να γίνει το φαγητό. Πλούσιο σήμερα το γεύμα. Χυλοπίτες με λίγο τυρί που της έδωσε η φουρνάρισσα από τα ζώα της. Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, αλλά η Μάρθα δεν φαίνεται να ακούει. Ακούγεται το καμπανάκι της εισόδου αλλά η ίδια βρίσκεται στο ρεφρέν. Η κουζίνα βρίσκεται στο πίσω δωμάτιο από αυτό της ρεσεψιόν και η μυρωδιά του ζεστού φαγητού θα μπορούσε να αναστήσει και πεθαμένους. 


Εν τέλει ο Πάμπλο, μπαίνει μέσα στη κουζίνα όπου βλέπει την Μάρθα με γυρισμένη την πλάτη να κόβει μια ντομάτα για σαλάτα. Ρίχνει μια ματιά στον χώρο και στην ανοιχτή πόρτα που βρίσκεται στο πλάι του. Οδηγεί στο σαλόνι της, και πιο μέσα στο δωμάτιο της. Το σαλόνι της, ένα παλιό τζάκι στην άκρη του δωματίου, μια πολυθρόνα και μία μικρή τηλεόραση. Στην κουζίνα ένα σωρό ντουλάπια, γεμάτα λογικά από τρόφιμα για τον χειμώνα που φρόντισε από το καλοκαίρι. Καθώς ερχόταν προς το πανδοχείο, πρόσεξε με την άκρη του ματιού του, μια αγελάδα και μερικές κότες να βοσκούν στο πλάι του κτηρίου. Η Μάρθα από ότι φαίνεται πρέπει να κάνει κουμάντο μόνη της, δεν υπάρχει ίχνος συζύγου εδώ μέσα, και στο καφενείο του είπαν μόνο για την Μάρθα, όχι για κάποιον άλλον. Αφήνει ένα ξερόβηχα, και βλέπει την Μάρθα να ταράζεται και να γυρνάει προς το μέρος του.


«Χτύπησα την πόρτα αλλά…»
«Όχι, όχι, δεν φταίτε, εγώ δεν άκουσα»


Η Μάρθα αναγνωρίζει τον ξένο από το τραίνο, και μια ανατριχίλα διαπερνά την σπονδυλική της στήλη. Που θα πήγαινε άλλωστε, η Μάρθα ήταν το μοναδικό πλέον πανδοχείο ανοιχτό. Χαμογελάει ευγενικά, και τον οδηγεί προς τα έξω στον πάγκο της ρεσεψιόν, και πιάνει ένα μολύβι και το βιβλίο των επισκεπτών, που μοιάζει πιο παλιό και από την ίδια. 


«Ένα όνομα σας παρακαλώ;»
«Πάμπλο»
«Επίθετο;» ρωτάει με ένα τρέμουλο στη φωνή της
«Σκέτο Πάμπλο…» απαντάει αυστηρά. Η Μάρθα ταράζεται ακόμα παραπάνω αλλά δαγκώνει τα χείλια της για να μην φανεί.
«Θα μείνετε για πόσο καιρό κύριε Πάμπλο;» 
«Όσο χρειαστεί…»
«Ααα… έχετε έρθει για κάποια δουλειά στο χωριό μας;»
«Θα μπορούσατε να το πείτε και έτσι»


Η Μάρθα δεν ξέρει τι άλλο να πει… δεν  της αφήνει και πολλά περιθώρια. Φαίνεται απόμακρος άνθρωπος. Του λέει για μια προκαταβολή, ο ίδιος συμφωνεί, πιάνει το κλειδί και ανεβαίνουν τις σκάλες για τον πρώτο όροφο. Ανοίγει την πρώτη πόρτα δεξιά και τον οδηγεί σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα παράθυρο ίσα να μπαίνει φως, και ένα μονό κρεβάτι στην μία πλευρά του δωματίου. Του λέει για το φαγητό που ετοιμάζει ότι σε λίγη ώρα θα μπορεί να φάει, την ευχαριστεί και ενώ η Μάρθα κλείνει την πόρτα πίσω της κάνει τον σταυρό της.


Ο Πάμπλο δεν χάνει καιρό. Πρέπει να επικοινωνήσει, να μιλήσει και να λάβει οδηγίες. Κλείνει την κουρτίνα και σκοτεινιάζει το δωμάτιο. Ανοίγει την βαλίτσα και βγάζει τέσσερα μεγάλα κεριά. Τα τοποθετεί στις γωνίες του δωματίου και κάθεται στο κέντρο του. Το Θηρίο περιμένει ανυπόμονο, να μάθει τι είδε ο Πάμπλο και πως θα κινηθούν για να ολοκληρώσουν το σχέδιο τους. Τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο για την εκδίκηση του. Ο Πάμπλο απαγγέλει με βαθειά φωνή το κάλεσμα, και ενώ προσφωνεί το όνομα του αφέντη του, τα μάτια του μαυρίζουν ολόκληρα, και αισθάνεται τη μορφή του Θηρίου μπροστά του.


«Όλα έτοιμα…»
«Καλώς… Προχώρα…»
«Πρέπει πρώτα να με εμπιστευτούν…»
«Τελείωσε το μια και καλή… Έχω μια συμφωνία να τηρήσω με την άλλη μεριά…» η φωνή του απόκοσμη και αυστηρή. Η εντολή ήταν πασιφανής.
«Αφέντη, δώσε μου λίγο καιρό, και θα κάνω ακριβώς ότι μου είπες»
«Πάμπλο… μην με απογοητεύσεις…» λέει το Θηρίο ενώ σβήνει η φωνή του μαζί με τα κεριά.  


Καλή Συνέχεια

Comments