Πάμπλο [Κεφάλαιο 4ο]


Κεφάλαιο 4ο



«Περίεργα πράγματα συμβαίνουν στο χωριό μας τελευταία…»
«Από όταν ήρθε ο ξένος, μία οι κότες μία τα μαραμένα δενδρολίβανα της Ντόλ…»

Οι δύο φίλοι σταμάτησαν να μιλάνε καθώς πέρναγε από μπροστά τους ο Πάμπλο. Πήγαινε προς το νεκροταφείο να πάρει κόκαλα ανθρώπου για το επόμενο κάλεσμα πνεύματος. Τόσο καιρό που έμενε εδώ είχε σαν δικαιολογία ότι ένας πρόγονος του ήταν από αυτό το χωριό και είχε έρθει να μάθει περισσότερα. Η αλήθεια είναι ότι όσο πιο πολύ μένει ένας μάγος του Αφέντη σε έναν τόπο, τόσο αρχίζει να μαραζώνει. Από τα ζώα που τρέφεται, μέχρι τα φυτά από το δηλητηριασμένο και ανίερο πάτημα του μάγου στο χώμα.


Μέσα από την έρευνα του ανακάλυψε ότι ένα από τα πνεύματα του κάτω κόσμου, μια αθώα ψυχή που παραστράτισε, ήταν ένας από τους ανθρακωρύχους, που εργάζονταν υπό την εποπτεία του Δημάρχου, και λόγο του ατυχήματος αποχαιρέτησε τον κόσμο του. Για να τον καλέσει χρειαζόταν και μερικά βότανα που φρόντισε να προμηθευτεί από την κουζίνα της Μάρθας.


Το κοιμητήριο είναι ανοιχτό μέχρι την δύση του ήλιου, και τούτη την μεσημεριανή ώρα, δεν βρίσκεται κανείς εδώ. Ψάχνει για έναν παλιό τάφο, όσο πιο ασήμαντο γίνεται, να μην τραβήξει την προσοχή κανενός. Το μάτι του πιάνει, στην κάτω γωνία τους νεκροταφείου  έναν ξύλινο σταυρό μπηγμένο στο χώμα. Πλησιάζει και διαβάζει το χαραγμένο όνομα και την ηλικία. Ένα αγοράκι μόλις 8 χρονών. Ο Πάμπλο ενδεχόμενος να έκανε το σταυρό του αν βρισκόταν από την άλλη μεριά του στρατοπέδου. Τώρα απλά αναστέναξε και έβγαλε από την καπαρντίνα του ένα μικρό φτυάρι και ξεκίνησε τη δουλειά.

 ~~~~~

Ο Πάμπλο ευχαρίστησε την Μάρθα για το δείπνο και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Ανάβει τα κεριά και ανακατεύει με το κόκαλο του μηρού τα βότανα ενώ απαγγέλει το κάλεσμα του πνεύματος του ανθρακωρύχου. Τα μάτια του μαυρίζουν ενώ το πνεύμα περνάει την πύλη που δημιούργησε και παίρνει για λίγο την ανθρώπινη του υπόσταση. Ένα παιδαρέλι, μόλις 20 χρονών. Κοιτάει τον Πάμπλο και τρομάζει.


«Μην φοβάσαι. Δεν θα σε πειράξω…»
Αν είχε σάλιο ο δόλιος θα το κατάπινε αλλά τώρα απλά γνέφει στον Πάμπλο.
«Πες μου για τον θάνατο σου…» τον ρωτάει ο Πάμπλο, ενώ το πνεύμα αρχίζει να τον παρακαλάει να τον σώσει. Ο Πάμπλο τον διαβεβαιώνει ότι υπάρχει θέση για αυτόν στα διαζώματα του ουρανού, αρκεί να του πει όσα ξέρει. Ένα ψήγμα ελπίδας φωτίζει τα μάτια του ενώ ξεκινάει να μιλάει.



«Δεν πεθάναμε κατευθείαν, πρώτα ακούσαμε την έκρηξη και μετά έπεσε το ορυχείο. Φυλακιστήκαμε όλη η βάρδια αν και ήδη είχαμε απώλειες. Όλοι κατηγορούσαν τον Δήμαρχο που ενώ ήξερε ότι το ορυχείο θα έπεφτε από στιγμή σε στιγμή, επέμενε να συνεχίσουν ακάθεκτοι. Αυτός, ο γιατρός και ο ιερέας, τα είχαν συμφωνήσει από τότε στα νιάτα τους, και μάλιστα ακουγόταν ότι ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο του Άξελ του πανδοχέα.»



Ο Πάμπλο γουρλώνει τα μάτια. Ο άντρας της Μάρθας τι δουλεία είχε, αναρωτιέται και κάνει νόημα στο πνεύμα να συνεχίσει.


«Ήταν οι τρεις αυτοί που μέσα από την απληστία τους κόστισαν τις ζωές όλων μας. Με τις δικές μας πλάτες αποκτήσαν τα πλούτη τους. Εκείνοι απλά έτριβαν τα χέρια τους με κάθε τραίνο που ερχόταν.
 «Ο Δήμαρχος ήταν όντως υπεύθυνος για όλα αυτά, αλλά ο γιατρός; Ο ιερέας; Τι δουλειά είχαν σε όλο αυτό;» τον ρωτάει ο Πάμπλο μη μπορώντας να βρει μια σύνδεση. 
«Ο ιερέας ενώ κοινωνούσε τους αρρώστους και τους άπορους, έβαζε δηλητήριο στη θεία κοινωνία, που μόνο αντίδοτο είχε ο γιατρός και έτσι ξεπάστρευαν όποιον δεν τους άρεσε και παράλληλα πλούτιζαν. Ο Δήμαρχος τους κάλυπτε σε αυτό και τους είχε δώσει και μερίδιο από τις χρήματα που κέρδιζε από τα ορυχεία. Μέχρι που τους ανακάλυψε ο Άξελ και τον ξεπαστρέψανε.»


Ο Πάμπλο ευχόταν να μπορούσε να μιλήσει στον Άξελ, αλλά βρίσκεται στο πλευρό Του πλέον, και δεν μπορεί να τον καλέσει ένας σαν τον Πάμπλο. Άσε που θνητοί που πεθαίνουν με τέτοιο τρόπο, όταν μπαίνουν στον παράδεισο ξεχνούν τον τρόπο που φύγανε. Το Μεγάλο Σχέδιο άλλωστε… μη διαταραχθούν οι ισορροπίες… Θυμάται μια λεπτομέρεια στην ιστορία της Μάρθας σχετικά με τον Άξελ μερικά βράδια πριν.


«Και ο Αστυνόμος ήταν μέσα στο κόλπο;» ρωτάει το πνεύμα
«Τσιράκι, μούτσος καλύτερα, του Δημάρχου. Εντολές εκτελεί…»


Ο Πάμπλο λήγει την επικοινωνία με ένα νεύμα. Τώρα τα καταλαβαίνει όλα πεντακάθαρα. Η έκρηξη του ορυχείου είχε γίνει σκόπιμα από τους τρείς ισχυρούς αυτούς ανθρώπους της κοινωνίας του χωριού. Ο Δήμαρχος είχε φροντίσει να κλείσει το ορυχείο αφού είχαν πλουτίσει και παράλληλα να κλείσει και αρκετά σπίτια. Είχε φροντίσει να θάψει μια και καλή το μυστικό τους αλλά και τους ταραχοποιούς. Οι τέσσερις τους είχαν εξασφαλίσει τα δισέγγονα τους, με βαρύ κόστος και εδώ και 25 χρόνια περίπου, απολαμβάνουν τα πλούτη τους.


Ο Πάμπλο ξαπλώνει το κρεβάτι με σκοπό να ξεκουράσει το σώμα που τον φιλοξενεί εδώ και αρκετά χρόνια. Το μυαλό του δεν λέει να ηρεμήσει μετά από τις πληροφορίες, και σκέφτεται για άλλη μια φορά το σχέδιο του. Έχει περιθώριο ακόμα δύο εβδομάδων μέχρι την ολοκλήρωση της αποστολής του. Ο χρόνος που έχει στη διάθεση του τελειώνει. Κλείνει τα μάτια και βυθίζεται σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, άλλωστε για να ονειρευτείς χρειάζεται να έχεις ψυχή. Και ο Πάμπλο την έχει πουλήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό.


Καλή Συνέχεια

Comments