Πάμπλο [Εισαγωγή]



Εισαγωγή

Το μικρό χωριό στις παρυφές του βουνού κάπου στην Τρανσυλβανία δεν έσφυζε από ζωή. Τα 300 άτομα που το αποτελούσαν εργάζονταν σκληρά για να τα βγάλουν πέρα. Χρόνια τώρα τα ορυχεία είχαν κλείσει και οι κάποτε ανθρακωρύχοι είχαν τώρα στραφεί στην ξυλεία που παρείχε το δάσος και στην κτηνοτροφία που τους έδινε τουλάχιστον λίγο γάλα, και δυο αβγά στο τραπέζι τους. Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι που μόνο χόμπι τους ήταν άλλοτε το κέντημα, άλλοτε η τηλεόραση και για κάποιους πιο γενναίους από τα νιάτα τους, μία βόλτα μέσα στο δάσος. Παλιές ιστορίες μιλούσαν για μια μάγισσα η οποία, ήταν κάποτε ίδια με αυτούς, αλλά φέρνοντας ένα παιδί εκτός γάμου στο κόσμο την έδιωξαν από το χωριό, και εκείνη βρήκε καταφύγιο στο δάσος ψηλά στο βουνό. Κόντευε να λιμοκτονήσει ώσπου γνώρισε το Θηρίο. Λαϊκές δοξασίες, μιλούν για αυτό σαν μία μορφή του Διαβόλου που τρεφόταν από τον φόβο και την απελπισία των κατοίκων. Λέγεται ότι έκαναν μια συμφωνία. Εκείνη να ζήσει για πάντα, αλλά να του προσφέρει την ψυχή του μωρού της. Κάποιοι λένε ότι αρνήθηκε, αλλά οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δέχτηκε, και εκ τοτε παραμονεύει στις σκιές, γητεύει άντρες που εισέρχονται στα όρια της, και η φωνή της ακούγεται μέσα από το θρόισμα των φύλλων.


Μόνη επαφή με τον έξω κόσμο είναι το τρένο. Κανείς πέρα από τον σταθμάρχη, έναν παχύ άντρα με μουστάκι, δεν γνωρίζει κάθε πότε έρχεται. Άλλοτε μια φορά το μήνα, άλλοτε μια φορά στις 10 μέρες. Η γραμμή του είναι παλιά και το τρένο ακόμα πιο παλιό. Σταματάει και αμέσως καλούνται οι δυνατοί του χωριού να φορτώσουν την ξυλεία που προορίζεται για τις πόλεις. Χρόνια έχουν να δουν κάποιον επισκέπτη να καταφθάνει. Κάποτε, έρχονταν ντουζίνες κόσμος από άλλα χωριά να δουλέψει στα ορυχεία για ένα κομμάτι ψωμί, και τα πανδοχεία του χωριού δεν αρκούσαν να φιλοξενήσουν τον κόσμο που ξύπναγε αχάραγα προκειμένου να δουλέψει και γυρνούσαν όταν πλέον είχε νυχτώσει. Το φαγητό κρύο, το νερό αμφίβολο αλλά η διαμονή φθηνή. Οι μόνιμοι κάτοικοι, όσοι έχουν απομείνει από εκείνες τις εποχές, μιλούν για χρυσές εποχές. Τότε που το χωριό τους είχε όπως λένε 1000 κατοίκους και άλλους τόσους εργάτες, και ενώ τα εγγόνια τους κοιτούν με ανοιχτό το στόμα, εκείνοι περιγράφουν την δύναμη και την αντοχή τους στη δουλειά, πως έσπαγαν την πέτρα με το χέρι τους. 


Σήμερα όμως, θα έχουν έναν επισκέπτη. Έναν, που έρχεται από πολύ μακριά.  Δεν έρχεται για καλό. Έρχεται με έναν σκοπό. Αυτός ο σκοπός  θα αλλάξει τα δεδομένα του χωριού. Κάποιοι, μετά από αυτή την ιστορία τον υμνούν σαν ήρωα. Τσουγκράνε τα ποτήρια τους στο όνομα του Πάμπλο.


Καλή Συνέχεια

Comments