Πάμπλο [Κεφάλαιο 7ο]


Κεφάλαιο 7ο  

Ξημερώνει η μέρα της έκλειψης της σελήνης, και ο Πάμπλο πετάγεται από το κρεβάτι, αισθανόμενος μια παρουσία λίγο πιο έξω από το χωριό. Ξέρει ποιος είναι, έχουν ξανασυναντηθεί οι δρόμοι τους και η ενέργεια του, του ανακατεύει τα σωθικά. Βγαίνει γρήγορα από το πανδοχείο της Μάρθας και τρέχει προς το νεκροταφείο να τον συναντήσει. Καθώς πλησιάζει, αισθάνεται το στομάχι του έτοιμο να βγάλει ότι περιείχε, η απέχθεια στο πρόσωπο που θα συναντούσε ήταν εμφανής. Ο Πάμπλο ξέρει ότι για να κατεβαίνει εδώ αυτός, θέλει να του υπενθυμίσει τους όρους της Συμφωνίας και να καυχηθεί για να μεγαλοσύνη του δικού του Αφέντη. Φτάνει στην είσοδο του κοιμητηρίου και ψάχνει με τα μάτια, μισόκλειστα για τον εισβολέα. 


Στην άκρη του νεκροταφείου, πάνω από το τάφο του 8χρονου παιδιού, στέκεται και κοιτάει ένας άντρας με καστανά μαλλιά φορώντας ένα γκρίζο παλτό και ένα αντίστοιχο καπέλο. Ο Πάμπλο τον πλησιάζει, και μόλις φτάνει στα 10 μέτρα σταματάει. Μέχρι εκεί του επιτρέπεται. Το φως του Αρχαγγέλου είναι δυνατό, και η προστασία του ενάντια σε μάγους σαν τον Πάμπλο, ισχυρή.

«Μιχαήλ…» 
«Πάμπλο…» απαντάει και δείχνει προς τον τάφο του κακόμοιρου παιδιού.
«Τι θες εδώ;» ρωτάει ο Πάμπλο και αισθάνεται την αηδία μέσα στο στόμα του
«Κάτι λείπει από τον φίλο μου εδώ κάτω… Το κόκαλο του μηρού, αν δεν με απατά η διαίσθηση μου…»
«Ξέρεις από τις μεθόδους μας, ξέρεις ότι το χρειαζόμουν…»
Ο Μιχαήλ σιωπά για λίγο καθώς κοιτάει με τα γαλάζια του μάτια εξεταστικά τον Πάμπλο. Με σοβαρό ύφος και με τα μάτια καρφωμένα στου Πάμπλου αρχίζει να προσεύχεται πάνω από τον τάφο. Ο αέρας σταματά για δευτερόλεπτα, και ο χρόνος υποκλίνεται στην χάρη Του. Ο Πάμπλο, πηγαίνει παραδίπλα και αφήνει την αηδία να του φύγει από το στόμα. Ο Μιχαήλ τελειώνει την Λειτουργία και τον κοιτάει. Ο Πάμπλο σκουπίζει με το μανίκι του το στόμα του και σηκώνει το βλέμμα του να συναντήσει του Μιχαήλ. 

«Επίτηδες το έκανες αυτό…» λέει ο Πάμπλο
«Εσείς δεν αντέχετε την ιερή στιγμή της Θείας Χάρης Του… και ναι το έκανα εν μέρη επίτηδες…» του απαντάει
«Τι θες εδώ;» ξαναρωτάει ο Πάμπλο
«Να τιμήσω τον ρόλο μου στο Μεγάλο Σχέδιο… Μην ξεχνάς ότι εγώ θα παραλάβω τις ψυχές των αθώων ανθρακωρύχων που βασανίζονται στην κόλαση δεκαετίες τώρα… καθώς και αυτού του παιδιού…»
«Το Αφεντικό σου υποτίθεται ότι είναι φιλεύσπλαχνος… για ποιο λόγο να ανταλλάξει τις ψυχές των εγκληματιών με αυτές των ανθρακωρύχων και του παιδιού της Ιζαμπέλας;»
«Η Ισορροπία πρέπει να διατηρηθεί, και η αθώοι πρέπει να σωθούν.»
«Δεν απαντάς στην ερώτηση μου…» λέει ο Πάμπλο και ο Μιχαήλ απλά γνέφει καταφατικά.
«Δεν θα το χώραγε η αντίληψη σου, μικρέ Μάγε. Δεν ξέρεις από τα σχέδια των Μεγάλων…Τώρα απλά άνοιξε την Πύλη και άσε τις ψυχές να ρθούν σε μένα και εγώ θα τις οδηγήσω με προσοχή στον Θείο Δρόμο Του…» απαντάει υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό.
«Καμία εμπιστοσύνη από την δική σας μεριά…» λέει χασκογελώντας ο Πάμπλο
«Έχετε ιστορικό για αυτό…» 

Ο Πάμπλο ανοίγει με ένα νεύμα μια πύλη στο χώρο του νεκροταφείου, και δεκάδες φωτεινές ψυχές, ταλαιπωρημένες από τα βασανιστήρια εμφανίζονται από μέσα της. Ο Μιχαήλ απλώνει το χέρι σε μια προς μία και αυτές ανεβαίνουν προς τον φωτεινό ήλιο της Ανατολής. Ο Πάμπλο πάει να γνέψει για να κλείσει η πύλη αλλά ο Μιχαήλ τον σταματάει.

«Κάποιον ξέχασες…» του λέει δείχνοντας προς τον τάφο.

Ο Πάμπλο επικαλείται και την ψυχή του παιδιού, και εκείνο εμφανίζεται μέσα από τις φωτιές της πύλης. Κοιτάει απορημένο τους δύο άντρες και πλησιάζει τον Μιχαήλ που του έχει απλώσει το χέρι. Το κορμάκι του γεμάτο σκισίματα από λεπίδες και μώλωπες. Τα μάτια του κόκκινα από τα κλάματα, κοιτάει προς τον τάφο του και αναγνωρίζει το όνομα του.

«Πάμε Ντανιέλ…» του λέει ο Μιχαήλ και ο μικρός απλώνει το χέρι του. Σαν φώτα λάμπουν και οι δύο και εξαφανίζονται στον ουρανό.


~~~~~

Το συμβούλιο συγκαλείτε αργά το απόγευμα, και όλοι είναι αναστατωμένοι. Οι άντρες που έστειλαν στο βουνό δεν γύρισαν. Οι πιο πολλοί λένε ότι πρέπει να λογικευτούν και ότι λογικά χάθηκαν και κατασκήνωσαν στο δάσος, ενώ κάποιοι φοβούνται για το χειρότερο. Σε λίγο ξεκινάει η έκλειψη της σελήνης και δεν έχουν τους δυνατούς του χωριού να τους προστατέψουν. Κάποιοι τρέμουν για τους ίδιους και τις οικογένειες του. Ο Δήμαρχος προσπαθεί να ησυχάσει τα πνεύματα, ενώ ο ιερέας έχει χλομιάσει και με τρεμάμενη φωνή προσεύχεται στον Θεό. Ο γιατρός απλά γελάει και σηκώνεται να φύγει, μην μπορώντας άλλο αυτή την κωμωδία, όπως είπε. Πηγαίνετε στα σπίτια σας αγκαλιάστε τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας και προσευχηθείτε να γλιτώσουμε από το κακό, λέει ο Ιερέας σε όλους. 

~~~~~


Η ησυχία απλώνεται στο χωριό σαν ένα πέπλο υγρασίας, και ο Πάμπλο βγαίνει στην αυλή της Μάρθας. Κοιτάει το φεγγάρι, σε λίγο θα έχει σβήσει όλο. Τοποθετεί τα 4 κεριά στο χώμα και επικαλείται για τελευταία φορά το Θηρίο. Αυτός εμφανίζεται και τον προστάζει να πάρει την κανονική του μορφή μπροστά του. Ο Πάμπλο γνέφει καταφατικά και η μορφή του αλλάζει. Μεγάλα αγκάθια εμφανίζονται στο σώμα του και τα μάτια του μαυρίζουν. Ουλές από παλιά βασανιστήρια κάνουν την εμφάνιση τους στην πλάτη του και τα νύχια του μακραίνουν, σαν μαχαίρια που σφάζουν στο πέρασμά τους. Ανασαίνει βαριά και βρυχάται δυνατά γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι θα τρέχουν να κρυφτούν, και κάποιοι ηλίθιοι θα προσπαθήσουν να αντισταθούν. Αφήνει πίσω το πανδοχείο και προχωράει προς τα σπίτια του χωριού, ενώ το Θηρίο γελάει ικανοποιημένο.

Comments