Πάμπλο [Κεφάλαιο 8ο]

Κεφάλαιο 8ο




Μαύρο σκοτάδι έχει απλωθεί στο χωριό. Ακόμα και τα λίγα φώτα στους δρόμους δεν μπορούν να φωτίσουν την νύχτα αυτή. Οι κάτοικοι έχουν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους και περιμένουν την έκλειψη να περάσει. Ο Πάμπλο προχωράει αργά αλλά σταθερά. Ξέρει που βρίσκονται όλοι και ήρθε η ώρα να πληρώσουν. Το πρώτο μέρος της συμφωνίας έχει ολοκληρωθεί. Οι αδικοχαμένοι ανθρακωρύχοι πήγαν στην άλλη μεριά, αφού πρώτα πέρασαν 25 χρόνια στην κόλαση λόγο των εγκλημάτων των αφεντικών τους. Ξέρει ότι και οι τρεις τους βρίσκονται κάπου κρυμμένοι στο σπίτι του Δημάρχου μαζί με τις οικογένειες τους. Όποιος τον έβλεπε στο δρόμο θα έβλεπε απλά έναν άνθρωπο και όχι το τέρας που έχει μεταμορφωθεί. Εκτός από τους ενόχους που θα έβλεπαν αυτό που πραγματικά είναι.


Μπαίνει στο σπίτι του Δημάρχου και αφουγκράζεται τη σιωπή. Τα βαριά βήματα του αντηχούν στους τοίχους. Όλοι κρατούν την αναπνοή τους και η κόρη του Δημάρχου αγκαλιάζει το νεογέννητο μωρό της. Αυτό ξυπνάει και αρχίζει να κλαίει. Ο Πάμπλο το ακούει και αρχίζει να ψάχνει το πάτωμα για μια είσοδο. Είναι έτοιμος να σπάσει το δάπεδο μέχρι που θυμάται ότι η Μάρθα του μίλησε κάποια στιγμή στις κουβέντες τους για έναν μοχλό στην βιβλιοθήκη του Δημάρχου. Ψάχνει τα βιβλία, ενώ κάποια πέφτουν στο πάτωμα και επιτέλους τον βρίσκει. Η είσοδος της κρύπτης και ο Πάμπλο αρχίζει να κατεβαίνει τα σκαλιά.


«Ήρθε το τέλος» πρόλαβε μόνο να πει ο Δήμαρχος. 

~~~~~


Η Μάρθα ξυπνάει την επόμενη μέρα πρωινή όπως πάντα. Ταΐζει τα ζώα στην αυλή και παίρνει τον δρόμο προς την εκκλησία. Βρήκε ένα σημείωμα από τον Πάμπλο, ότι βρήκε μια κούρσα για την πόλη, αφήνοντας της τα υπόλοιπα λεφτά της διαμονής μαζί με έναν κλειστό φάκελο που αποφάσισε να διαβάσει μετά την Λειτουργία.


Κατεβαίνει αργά τον λόφο που οδηγεί στην πλατεία. Περνώντας μπροστά από το σπίτι του Δημάρχου βλέπει ανοιχτή την εξώπορτα. Στην αρχή διστάζει αλλά μπαίνει μέσα. Το βλέμμα της πλανιέται στο χώρο ψάχνοντας για κάποιον από την οικογένεια. Όλα φαίνονται τακτοποιημένα εκτός από μερικά βιβλία από την βιβλιοθήκη που έχουν πέσει στο πάτωμα. Φωνάζει μέσα στην ησυχία του πρωινού, και ακούγεται ένα κλαψούρισμα μικρού μωρού από κάπου. Η Μάρθα κάνει τον σταυρό της και ανοίγει γρήγορα την κρύπτη, με τον μοχλό της βιβλιοθήκης.  Η Μάρθα ανάβει μια λάμπα πετρελαίου που βρισκόταν πάνω στο γραφείο και κατεβαίνει τις σκάλες. Μούχλα, σκόνη και μια περίεργη μυρωδιά πλανιέται στον αέρα. Μπροστά της, βλέπει τρία πτώματα, αυτά του Δημάρχου, του γιατρού και του ιερέα και κείτονται, χωρίς κεφάλια, στο έδαφος και παραδίπλα οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους στην ίδια κατάσταση. Η Μάρθα ξερνάει αυτόματα εκεί που βρίσκεται και ενώ σηκώνει το κεφάλι της να σκουπίσει το στόμα της, ακούει τα κλάματα του μωρού. Κοιτάζει προσεκτικά τριγύρω με την λάμπα πετρελαίου και ανάμεσα στα κομμένα κεφάλια των θυμάτων βλέπει τυλιγμένο το μωρό της κόρης του Δημάρχου. Φωτίζει το κλαμένο του προσωπάκι να δει αν είναι καλά. Το μωρό φαίνεται να χαίρεται που κάποιος το βρήκε και σταματάει τα κλάματα ενώ η Μάρθα το παίρνει στην αγκαλιά της. Βγαίνει από την κρύπτη, την σφαλίζει με το μοχλό και πηγαίνει προς το πανδοχείο.


~~~~~


Το μωρό κοιμάται ήσυχα στο κρεβατάκι του και η Μάρθα αποφασίζει να ανοίξει τον φάκελο. Το σημείωμα του Πάμπλο μέσα στο φάκελο, μαζί με έγγραφα που αποδεικνύουν την ενοχή των τριών, πρέπει να παραδοθούν στην αστυνομία. Ο Πάμπλο φροντίζει να της εξηγήσει την κατάσταση που στοίχησε την ζωή του συζύγου της Άξελ, σε όλο αυτό. Την παρακαλάει να πάρει το μωρό και να φύγουν και οι δύο από το χωριό. Η Μάρθα αναστενάζει και κάνει τον σταυρό της. Αφήνει το γράμμα και παίρνει αγκαλιά το μωρό.


«Ντανιέλ… έτσι θα σε λένε από εδώ και μπρος.» του λέει και το φιλάει στοργικά στο μέτωπο.

«Λέω να πάμε στο Παρίσι, στην ξαδέρφη του Άξελ… τι λες και εσύ;» Ο Ντανιέλ ανοίγει τα γαλάζια ματάκια του και χαμογελάει.


Τέλος

Comments